- ποιμαίνει
- ποιμαίνωherdpres ind mp 2nd sgποιμαίνωherdpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пасти — ПА|СТИ1 (424), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Пасть, упасть: таче бывъшю сънѧтию и многомъ ѿ бою орѹжиѥмь падъшемъ. ЖФП XII, 47г; аще зерно пшеницно. падъ на земли не ѹмреть. тъ ѥдино прѣбѹдеть. ИларПоуч XI сп. сер. XIII, 209г; и шибе громъ. и мълни˫а. и падоша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανθρωπονομικός — ἀνθρωπονομικός, ή, όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α) ανθρωπονομική (τέχνη) η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους «τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος… … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek
Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… … Dictionary of Greek